κώφευσον

κώφευσον
κωφεύω
hold one's peace
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κωφεύω — (Α κωφεύω) [κωφός] νεοελλ. 1. είμαι κουφός 2. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κάνω τον κουφό 3. αδιαφορώ, δεν υπακούω σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις αρχ. παριστάνω τον μουγκό, κρατώ το στόμα μου κλειστό («καὶ νῡν ἀδελφή μου κώφευσον, ὅτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”